μυελοειδής

μυελοειδής
-ές [μυελός]
ανατ.
1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό τών οστών
2. αυτός που οφείλεται στον μυελό τών οστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυελογενής — ές ιατρ. αυτός που παράγεται από τον μυελό τών οστών ή στον μυελό τών οστών («μυελογενής λευχαιμία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. myeloid (πρβλ. μυελοειδής)] …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”